- παρεπιχέω
- Α [επιχέω]χύνω κάτι επιπροσθέτως πάνω σε κάτι άλλο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρεπίχει — παρεπιχέω add by pouring pres imperat act 2nd sg (attic epic) παρεπιχέω add by pouring imperf ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεπιχέειν — παρεπιχέω add by pouring pres inf act (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεπιχέων — παρεπιχέω add by pouring pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χέω — και χεύω και επικ. τ. χείω ΜΑ (σχετικά με ρευστό) χύνω, αφήνω να ρεύσει, να τρέξει προς τα κάτω (μσν. αρχ.) (το μέσ.) χέομαι α) (για ένδυμα) πέφτω σχηματίζοντας πτυχές β) (για τον λόγο τού Θεού) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι («τοῡ σωτηρίου λόγου… … Dictionary of Greek